μεγαλοψυχία

μεγαλοψυχία
και μεγαλοψυχιά, η (ΑM μεγαλοψυχία, Α ιων. τ. μεγαλοψυχίη, Μ και μεγαλοψυχιά) [μεγαλόψυχος]
η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα τού μεγαλόψυχου, μεγαλείο ψυχής, υψηλό φρόνημα, γενναιοφροσύνη
νεοελλ.
συνεκδ. καρτερικότητα, υπομονητικότητα
μσν.
γενναιότητα
αρχ.
1. μεγαλοπρέπεια, επιβλητικότητα
2. γενναιοδωρία
3. (με κακή σημ.) περηφάνια, έπαρση, υπεροψία
4. ψεύτικη επίδειξη ανδρείας, καυχησιολογία, ψευτοπαλικαρισμός («τῇ μὲν γὰρ Λακεδαιμονίων εὐχῇ διὰ τὴν μεγαλοψυχίαν», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλοψυχία — μεγαλοψῡχίᾱ , μεγαλοψυχία greatness of soul fem nom/voc/acc dual μεγαλοψῡχίᾱ , μεγαλοψυχία greatness of soul fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοψυχίᾳ — μεγαλοψῡχίαι , μεγαλοψυχία greatness of soul fem nom/voc pl μεγαλοψῡχίᾱͅ , μεγαλοψυχία greatness of soul fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοψυχία — η ανωτερότητα της ψυχής, καρτερικότητα, γενναιοφροσύνη: Χάρη στη μεγαλοψυχία του τα ορφανά ανίψια του δε στερήθηκαν τίποτε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεγαλόψυχος — η, ο (ΑM μεγαλόψυχος, ον) αυτός που έχει μεγάλη, ευγενική ψυχή, γενναιόψυχος, μεγαλόκαρδος, ανδρείος («ἦν μεγαλόψυχος, γενναῑος, τολμητίας», Βί. Αλεξ.) νεοελλ. εμπνευσμένος, μεγαλόπνευστος νεοελλ. μσν. συνεκδ. 1. ανεκτικός, μακρόθυμος 2.… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοψυχίαι — μεγαλοψῡχίαι , μεγαλοψυχία greatness of soul fem nom/voc pl μεγαλοψῡχίᾱͅ , μεγαλοψυχία greatness of soul fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοψυχίας — μεγαλοψῡχίᾱς , μεγαλοψυχία greatness of soul fem acc pl μεγαλοψῡχίᾱς , μεγαλοψυχία greatness of soul fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Софистика — два господствующих течения в умственной жизни греков: первое относится ко 2 й половине V в. до Р. Хр.; второе ко II в. до Р. Хр. 1) После периода быстрого развития, за который греческая наука выработала несколько ценных понятий о природе, в… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • De officiis — Titelblatt einer Ausgabe von De officiis aus dem Jahre 1560 von Christopher Froschouer. De officiis (lat.: Von den Pflichten oder Vom pflichtgemäßen Handeln) ist ein philosophisches Spätwerk Marcus Tullius Ciceros. Es wurde im Jahr 44 v. Chr.… …   Deutsch Wikipedia

  • Areté — Saltar a navegación, búsqueda Por favor, edítalo para mejorarlo, o debate en la discusión acerca de estos problemas. Puedes avisar al autor pegando lo siguiente en su página de discusión: {{subst:Aviso PA|Areté|referencias}} }} La areté (en… …   Wikipedia Español

  • ПАНЭТИЙ —     ПАНЭТИЙ (Παναίτος) Родосский (ок. 180 до н. э., Линд, Родос после 110 до н. э., Афины ?) греческий философ, реформатор стоицизма, основатель учения Средней Стой. Происходил из старинного рода. Учился в Пергаме у Кратета из Малла; в Афинах… …   Философская энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”